οἰστροπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστροπλήξ]], -πλῆγος, ὁ, η (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, [[μανιώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πλήξ]]].
|mltxt=[[οἰστροπλήξ]], -πλῆγος, ὁ, η (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, [[μανιώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πλήξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰστροπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που δέχτηκε [[δήγμα]] εντόμου, εξαγριωμένος, [[μανιακός]], στους Τραγ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροπλήξ Medium diacritics: οἰστροπλήξ Low diacritics: οιστροπλήξ Capitals: ΟΙΣΤΡΟΠΛΗΞ
Transliteration A: oistroplḗx Transliteration B: oistroplēx Transliteration C: oistropliks Beta Code: oi)stroplh/c

English (LSJ)

πλῆγος, ὁ, ἡ,

   A stung by a gadfly, driven wild, of Io, A.Pr.681, S.El.5 ; of Bacchantes, E.Ba.1229.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, ἐμμανής, ἄγριος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229.

French (Bailly abrégé)

πλῆγος (ὁ, ἡ)
atteint de la piqûre d’un taon ; transporté de fureur ou de désir.
Étymologie: οἶστρος, πλήσσω.

Greek Monolingual

οἰστροπλήξ, -πλῆγος, ὁ, η (Α)
(ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο-πλήξ].

Greek Monotonic

οἰστροπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που δέχτηκε δήγμα εντόμου, εξαγριωμένος, μανιακός, στους Τραγ.