ο-: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(28) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀ- (Α)<br />αχώριστο αθροιστικό [[πρόθημα]] που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], θεωρείται [[αιολικός]] τ. του αθροιστικού <i>ἁ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἁ</i>-[[θρόος]], <i>ἄ</i>-<i>παξ</i><br /><b>βλ. λ.</b> <i>ἀ</i>-[ΙΙ]), από όπου και η [[ψίλωση]] τών ελάχιστων λ. με α' συνθετικό το [[πρόθημα]] αυτό. Τα εν λόγω [[σύνθετα]] μαρτυρούνται στον Όμηρο ή σε γλωσσάρια (<b>πρβλ.</b> <i>ὄ</i>-<i>πατρος</i>, [[ὀπάτριος]], <i>ὀ</i>-<i>γάστριος</i>, <i>ὄ</i>-<i>τριχες</i>, <i>ὄ</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>ὄ</i>-<i>ζυγες</i>, <i>ὄ</i>-<i>θροον</i>, <i>ὄ</i>-<i>ξυλον</i>, [[οἰέτης]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὀ- (Α)<br />αχώριστο αθροιστικό [[πρόθημα]] που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], θεωρείται [[αιολικός]] τ. του αθροιστικού <i>ἁ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἁ</i>-[[θρόος]], <i>ἄ</i>-<i>παξ</i><br /><b>βλ. λ.</b> <i>ἀ</i>-[ΙΙ]), από όπου και η [[ψίλωση]] τών ελάχιστων λ. με α' συνθετικό το [[πρόθημα]] αυτό. Τα εν λόγω [[σύνθετα]] μαρτυρούνται στον Όμηρο ή σε γλωσσάρια (<b>πρβλ.</b> <i>ὄ</i>-<i>πατρος</i>, [[ὀπάτριος]], <i>ὀ</i>-<i>γάστριος</i>, <i>ὄ</i>-<i>τριχες</i>, <i>ὄ</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>ὄ</i>-<i>ζυγες</i>, <i>ὄ</i>-<i>θροον</i>, <i>ὄ</i>-<i>ξυλον</i>, [[οἰέτης]])].<br /> <b>(II)</b><br />ὀ- (Α)<br />ο τ. <i>ὀ</i>- μαρτυρείται με τη [[μορφή]] προθήματος σε ελάχιστες αβέβαιης ετυμολ. λ. της Αρχαίας Ελληνικής με σημ. «[[σχεδόν]], [[περίπου]], [[μαζί]]» (<b>πρβλ.</b> [[ὀκέλλω]], <i>ὀτρυνω</i>, [[ὄσχος]], [[ὄζος]] και πιθ. στα <i>ὄaρ [[ὄψον]], [[ὄβριμος]], [[ὄτλος]]). Το [[μόριο]] αυτό, αβέβαιης προέλευσης, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>ā</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ā</i>-<i>gam</i>- «[[πλησιάζω]]»), αβεστ. <i>ā</i>-, αρχ. άνω γερμ. <i>ᾱ</i>-, αρχ. σλαβ. <i>ja</i>-. Κατ' άλλους, το [[μόριο]] συνδέεται με το αθροιστικό [[πρόθημα]] <i>ὀ</i>-(Ι) ή θεωρείται, σε ορισμένες [[τουλάχιστον]] λ., ότι λειτουργεί ως [[πρόθεση]]. Αβέβαιη φαίνεται η [[άποψη]] ότι το [[πρόθημα]] <i>ὀ</i>- μαρτυρείται με την εκτεταμένη του [[μορφή]] στα [[ὠρύομαι]], <i>ὠκεανός</i>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ὀ- (Α)
αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. του αθροιστικού ἁ- (πρβλ. ἁ-θρόος, ἄ-παξ
βλ. λ. ἀ-[ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α' συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα μαρτυρούνται στον Όμηρο ή σε γλωσσάρια (πρβλ. ὄ-πατρος, ὀπάτριος, ὀ-γάστριος, ὄ-τριχες, ὄ-γάστωρ, ὄ-ζυγες, ὄ-θροον, ὄ-ξυλον, οἰέτης)].
(II)
ὀ- (Α)
ο τ. ὀ- μαρτυρείται με τη μορφή προθήματος σε ελάχιστες αβέβαιης ετυμολ. λ. της Αρχαίας Ελληνικής με σημ. «σχεδόν, περίπου, μαζί» (πρβλ. ὀκέλλω, ὀτρυνω, ὄσχος, ὄζος και πιθ. στα ὄaρ ὄψον, ὄβριμος, ὄτλος). Το μόριο αυτό, αβέβαιης προέλευσης, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με αρχ. ινδ. ā- (πρβλ. ā-gam- «πλησιάζω»), αβεστ. ā-, αρχ. άνω γερμ. ᾱ-, αρχ. σλαβ. ja-. Κατ' άλλους, το μόριο συνδέεται με το αθροιστικό πρόθημα ὀ-(Ι) ή θεωρείται, σε ορισμένες τουλάχιστον λ., ότι λειτουργεί ως πρόθεση. Αβέβαιη φαίνεται η άποψη ότι το πρόθημα ὀ- μαρτυρείται με την εκτεταμένη του μορφή στα ὠρύομαι, ὠκεανός.