ο-

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

(I)
ὀ- (Α)
αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. του αθροιστικού - (πρβλ. -θρόος, -παξ
βλ. λ. -[ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α' συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα μαρτυρούνται στον Όμηρο ή σε γλωσσάρια (πρβλ. -πατρος, ὀπάτριος, -γάστριος, -τριχες, -γάστωρ, -ζυγες, -θροον, -ξυλον, οἰέτης)].
(II)
ὀ- (Α)
ο τ. - μαρτυρείται με τη μορφή προθήματος σε ελάχιστες αβέβαιης ετυμολ. λ. της Αρχαίας Ελληνικής με σημ. «σχεδόν, περίπου, μαζί» (πρβλ. ὀκέλλω, ὀτρυνω, ὄσχος, ὄζος και πιθ. στα ὄaρ ὄψον, ὄβριμος, ὄτλος). Το μόριο αυτό, αβέβαιης προέλευσης, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με αρχ. ινδ. ā- (πρβλ. ā-gam- «πλησιάζω»), αβεστ. ā-, αρχ. άνω γερμ. -, αρχ. σλαβ. ja-. Κατ' άλλους, το μόριο συνδέεται με το αθροιστικό πρόθημα -(Ι) ή θεωρείται, σε ορισμένες τουλάχιστον λ., ότι λειτουργεί ως πρόθεση. Αβέβαιη φαίνεται η άποψη ότι το πρόθημα - μαρτυρείται με την εκτεταμένη του μορφή στα ὠρύομαι, ὠκεανός.