οἰέτης

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

German (Pape)

[Seite 298] ες, poet. = ὁμοέτης, gleich an Jahren, gleichaltrig, οἰέτεας ἵππους, Il. 2, 765, vgl. ὄθριξ, also für ὀέτης, mit gedehnter erster Sylbe, des Metrums wegen.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
du même âge.
Étymologie: οἶος, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

οἰέτης: одного возраста (ἵπποι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰέτης: -ες, (ἔτος) ποιητ. ἀντὶ ὁμοέτης, ἰσοετής, ὁμῆλιξ, Ἰλ. Β. 765, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 656F. (Κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ὄθριξ, ὄζυξ, ἔπρεπε νὰ ἦτο ὀέτης· ἀλλ’ ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐμηκύνθη χάριν τοῦ μέτρου.) - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 149.

English (Autenrieth)

(ὀϝέτης, ϝέτος): of equal age, pl., Il. 2.765†.

Greek Monolingual

οἰέτης, -ες (Α)
(ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετήςοἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀFετης < - (Ι) + -έτης < ἔτος (πρβλ. ομοέτης), με μετρική έκταση του -ο- σε οι-. Τύπος με ο
μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ὄέτεας (στους Βαρβάρους) ὁ καλλίθριξ», η ερμηνεία του οποίου γεννά απορίες].

Greek Monotonic

οἰέτης: -ες (ἔτος), ποιητ. αντί ὁμο-έτης, συνομήλικος, ομήλικος, ισοετής, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

οἰ-έτης, ες ἔτος [poetic for ὁμοέτης
of the same age, Il.