ὀλιγηπελέων: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
(28) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλιγηπελέων]], -ουσα (Α)<br />αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], [[αδύναμος]], [[ασθενής]], [[λιπόθυμος]] («ὁ δ' ἄρ [[ἄπνευστος]] καὶ [[ἄναυδος]] κεῑτ' [[ὀλιγηπελέων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. [[ὀλιγηπελής]] για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> [[δυσμενής]]: <i>δυσμενέοντες</i>, [[ὀλιγοδρανής]]: [[ὀλιγοδρανέων]])]. | |mltxt=[[ὀλιγηπελέων]], -ουσα (Α)<br />αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], [[αδύναμος]], [[ασθενής]], [[λιπόθυμος]] («ὁ δ' ἄρ [[ἄπνευστος]] καὶ [[ἄναυδος]] κεῑτ' [[ὀλιγηπελέων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. [[ὀλιγηπελής]] για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> [[δυσμενής]]: <i>δυσμενέοντες</i>, [[ὀλιγοδρανής]]: [[ὀλιγοδρανέων]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγηπελέων:''' -ουσα, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ., αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], που βρίσκεται σε ασθενή [[θέση]], [[ανίσχυρος]], [[αδύνατος]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ουσα (cf. ἀναπελάσας), Ep.part.,
A having little power, in feeble case, powerless, κεῖτ' ὀλιγηπελέων Od.5.457 ; ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης 19.356, cf. Il.15.245 ; cf. κακηπελέων.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγηπελέων: ουσα, (πέλομαι) Ἐπικ. μετοχ., ἔχων ὀλίγην δύναμιν, ἀσθενής, ἀδύνατος, κεῖτ’ ὀλιγηπελέων Ὀδ. Ε. 457· ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης Τ. 356, πρβλ. Ἰλ. Ο. 245· πρβλ. κακηπελέω.
Greek Monolingual
ὀλιγηπελέων, -ουσα (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ' ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ' ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες, ὀλιγοδρανής: ὀλιγοδρανέων)].
Greek Monotonic
ὀλῐγηπελέων: -ουσα, μτχ. χωρίς ενεστ., αυτός που έχει λίγη δύναμη, που βρίσκεται σε ασθενή θέση, ανίσχυρος, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.