ὀρεστιάς: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(29) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρεστίας]], ὁ (Α)<br />[[άνεμος]] που πνέει στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (<b>πρβλ.</b> <i>απαρκτ</i>-<i>ίας</i>, <i>ολυμπ</i>-<i>ίας</i>)]. | |mltxt=[[ὀρεστίας]], ὁ (Α)<br />[[άνεμος]] που πνέει στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (<b>πρβλ.</b> <i>απαρκτ</i>-<i>ίας</i>, <i>ολυμπ</i>-<i>ίας</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ὄρος)
A of the mountains, νύμφαι ὀρεστιάδες, = Ὀρειάδες, Il.6.420, h.Hom.19.19. II ὀρεστίας, ου, ὁ, mountain-wind, Arist. ap. Ach.Tat.Intr.Arat.33, Call.Fr.39.
German (Pape)
[Seite 373] άδος, ἡ, = ὀρειάς; Νύμφαι, Il. 6, 420, H. h. 18, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεστιάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, ἄνεμος τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, ἔνθα ἴδε Blomf.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de montagne, qui habite les montagnes.
Étymologie: ὄρος.
English (Autenrieth)
άδος: mountain-nymph, pl., Il. 6.420†.
Greek Monolingual
ὀρεστιάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + κατάλ. -άς, -άδος. Ο τ. ὀρεστ-ι-άς για μετρικούς λόγους, αντί του ανεμενόμενου ὀρεστάς].
Greek Monolingual
ὀρεστίας, ὁ (Α)
άνεμος που πνέει στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + επίθημα -ίας, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (πρβλ. απαρκτ-ίας, ολυμπ-ίας)].
Greek Monotonic
ὀρεστιάς: -άδος, ἡ (ὄρος), αυτή που ανήκει στα βουνά, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, σε Ομήρ. Ιλ.