ὀσμώδης: Difference between revisions
From LSJ
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
(29) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀσμώδης]], -ῶδες (Α) [[οσμή]]<br />[[πλήρης]] οσμής, [[οσμήρης]]. | |mltxt=[[ὀσμώδης]], -ῶδες (Α) [[οσμή]]<br />[[πλήρης]] οσμής, [[οσμήρης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀσμώδης:''' обладающий запахом, пахучий (ξύλα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A = ὀσμήρης, Arist.Sens.443a13 : Comp. ὀδμωδέστερα Thphr.CP2.16.1: Sup. ὀσμωδέστατα Id.Sens.20.
German (Pape)
[Seite 396] ες, = ὀσμήρης, Arist. de sens. 5, 4; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμώδης: -ες, = ὀσμήρης, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.
Greek Monolingual
ὀσμώδης, -ῶδες (Α) οσμή
πλήρης οσμής, οσμήρης.
Russian (Dvoretsky)
ὀσμώδης: обладающий запахом, пахучий (ξύλα Arst.).