ὀχέτευμα: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀχέτευμα]], τὸ (Α) [[οχετεύω]]<br />ο [[πόρος]] της [[μύτης]]. | |mltxt=[[ὀχέτευμα]], τὸ (Α) [[οχετεύω]]<br />ο [[πόρος]] της [[μύτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχέτευμα:''' ατος τό водоотводный канал, анат. канал, проток Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ὀχετός: duct or passage of the nose, Arist.HA492b16.
German (Pape)
[Seite 429] τό, Kanal, Wasserleitung, Arist. H. A. 1, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχέτευμα: τό, = ὀχετός· μέρος δὲ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν διάφραγμα χόνδρος, τὸ δὲ ὀχέτευμα κενὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11. 8.
Greek Monolingual
ὀχέτευμα, τὸ (Α) οχετεύω
ο πόρος της μύτης.
Russian (Dvoretsky)
ὀχέτευμα: ατος τό водоотводный канал, анат. канал, проток Arst.