παλιμβλαστής: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλιμβλαστής]], -ές (Α)<br />αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλάστης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οψι</i>-<i>βλαστής</i>]. | |mltxt=[[παλιμβλαστής]], -ές (Α)<br />αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλάστης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οψι</i>-<i>βλαστής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλιμβλαστής:''' -ές ([[βλαστάνω]]), αυτός που βλαστάνει, αναφύεται [[ξανά]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A sprouting or growing again, κύων, of the hydra, E.HF1274; καυλοί Thphr.HP7.2.4.
German (Pape)
[Seite 448] ές, wieder keimend, sprossend, Theophr.; von der Hydra, Eur. Herc. F. 1274.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμβλαστής: -ές, ὁ ἐκ νέου βλαστάνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 4, παρ’ ᾧ ὑπάρχει καὶ διάφορος γραφὴ παλίμβλαστος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui germe de nouveau, qui repousse.
Étymologie: πάλιν, βλαστάνω.
Greek Monolingual
παλιμβλαστής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι-βλαστής].
Greek Monotonic
πᾰλιμβλαστής: -ές (βλαστάνω), αυτός που βλαστάνει, αναφύεται ξανά, σε Ευρ.