παλίντιτος: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(30) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίντιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[τιμωρία]] θα γίνει στο [[μέλλον]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποδίδει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>τίω</i> «[[εκτιμώ]], [[πληρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>τιτος</i>)]. | |mltxt=[[παλίντιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[τιμωρία]] θα γίνει στο [[μέλλον]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποδίδει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>τίω</i> «[[εκτιμώ]], [[πληρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>τιτος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλίντῐτος:''' -ον ([[τίνω]]) όπως το [[ἄντιτος]], [[τιμωρητικός]], [[εκδικητικός]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (τίνω)
A done in requital, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Od.1.379. II Act., requiting, πνεύματα Emp.111.5.
German (Pape)
[Seite 450] zurückoergolten, wieder vergolten, gebüßt, gestraft; αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι, Od. 1, 379. 2, 144; – πνεύματα, Empedocl. bei D. L. 8, 59, wofür Suid. v. ἄπνους παλίντονα las.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίντῐτος: -ον, (τίνω) ὡς τὸ ἄντιτος, οὗ ἡ τίσις, τιμωρία γενήσεται ὕστερον, ἐν τῷ μέλλοντι, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Ὀδ. Α. 379, Β. 144. ΙΙ. μετ’ ἐνεργητικῆς σημασίας, παλίντιτα πνεύματ’ ἐπάξεις Ἐμπεδ. 403. - Παρὰ Σουίδ. ἐν λέξ. ἄπνους: παλίντονα πνεύματ’ ἐπάξεις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
payé en retour, puni.
Étymologie: πάλιν, τίω.
English (Autenrieth)
(τίνω): paid back, avenged; ἔργα, ‘works of retribution,’ Od. 1.379 and Od. 2.144.
Greek Monolingual
παλίντιτος, -ον (Α)
1. αυτός του οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον
2. αυτός που ανταποδίδει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ-τιτος)].
Greek Monotonic
πᾰλίντῐτος: -ον (τίνω) όπως το ἄντιτος, τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ομήρ. Οδ.