παναιγλήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παναιγλήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που φωτίζεται [[λαμπρά]], φωτεινότατος, [[ολόλαμπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἰγλήεις]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἴγλη]])].
|mltxt=[[παναιγλήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που φωτίζεται [[λαμπρά]], φωτεινότατος, [[ολόλαμπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἰγλήεις]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἴγλη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰναιγλήεις:''' -εσσα, -εν, [[ολόλαμπρος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναιγλήεις Medium diacritics: παναιγλήεις Low diacritics: παναιγλήεις Capitals: ΠΑΝΑΙΓΛΗΕΙΣ
Transliteration A: panaiglḗeis Transliteration B: panaiglēeis Transliteration C: panaiglieis Beta Code: panaiglh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A all-shining, κῆπος AP9.806.

German (Pape)

[Seite 456] εσσα, εν, ganz glänzend, strahlend, κῆπος, Byz. anath. 33 (IX, 806).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναιγλήεις: εσσα, εν, ὅλως λάμπων, κατάλαμπρος, κῆπος Ἀνθ. Π. 9.806.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
tout à fait brillant.
Étymologie: πᾶν, αἴγλη.

Greek Monolingual

παναιγλήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που φωτίζεται λαμπρά, φωτεινότατος, ολόλαμπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰγλήεις (< αἴγλη)].

Greek Monotonic

πᾰναιγλήεις: -εσσα, -εν, ολόλαμπρος, σε Ανθ.