πανδοκεύτρια: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή, Α<br /><b>βλ.</b> [[πανδοκευτής]]. | |mltxt=ή, Α<br /><b>βλ.</b> [[πανδοκευτής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πανδοκεύτρια:''' ἡ, [[ξενοδόχος]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[φάλαινα]] [[πανδοκεύτρια]], θαλάσσιο [[τέρας]] έτοιμο να υποδεχτεί στην [[κοιλιά]] του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A hostess, Ar.Ra.114, Pl.426, Eup.9, D.C.46.6: metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar. V.35.
German (Pape)
[Seite 458] ἡ, Gastwirthinn, Ar. Plut. 426 Ran. 114 u. Sp., wie D. Cass. 46, 6.
Greek (Liddell-Scott)
πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., φάλλαινα π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme aubergiste.
Étymologie: πανδοκεύω.
Greek Monolingual
ή, Α
βλ. πανδοκευτής.
Greek Monotonic
πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, σε Αριστοφ.· μεταφ., φάλαινα πανδοκεύτρια, θαλάσσιο τέρας έτοιμο να υποδεχτεί στην κοιλιά του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.