παραπρεσβεύω: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[παραπρεσβεία]], [[εκτελώ]] καθήκοντα πρεσβευτή με τρόπο αντίθετο [[προς]] τις διαταγές και τα συμφέροντα της πολιτείας μου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]], [[παραποιώ]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[παραπρεσβεία]], [[εκτελώ]] καθήκοντα πρεσβευτή με τρόπο αντίθετο [[προς]] τις διαταγές και τα συμφέροντα της πολιτείας μου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]], [[παραποιώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραπρεσβεύω:''' [[εκτελώ]] ανέντιμα τα καθήκοντα πρεσβευτή, σε Δημ., Αισχίν.· ομοίως αποθ. <i>παραπρεσβεύομαι</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A execute an embassy faithlessly or dishonestly, D.19.191, SIG167.5 (Mylasa, iv B.C.); πρεσβείαν π. Aeschin.2.94 :—more freq. in Med. παραπρεσβ-εύομαι, Pl.Lg.941a, Isoc.18.22 ; εἰς Αἴγυπτον D.24.127.
Greek (Liddell-Scott)
παραπρεσβεύω: ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα πρεσβευτοῦ ἀπίστως ἢ ἐναντίον τῶν ὁδηγιῶν τῆς πόλεως, Δημ. 401. 4, Αἰσχίν. 40. 31· ―συνηθέστερον ὡς ἀποθ., παραπρεσβεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 941Α, Ἰσοκρ. 375D· εἰς τόπον Δημ. 740. 17.
French (Bailly abrégé)
prévariquer dans une ambassade;
Moy. παραπρεσβεύομαι m. sign.
Étymologie: παρά, πρεσβεύω.
Greek Monolingual
Α
1. (ενεργ. και μέσ.) κάνω παραπρεσβεία, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή με τρόπο αντίθετο προς τις διαταγές και τα συμφέροντα της πολιτείας μου
2. μτφ. διαφθείρω, παραποιώ.
Greek Monotonic
παραπρεσβεύω: εκτελώ ανέντιμα τα καθήκοντα πρεσβευτή, σε Δημ., Αισχίν.· ομοίως αποθ. παραπρεσβεύομαι, σε Δημ.