παραπλησιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(31)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλησιάζω]] πολύ ή επικίνδυνα [[κοντά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[γείτονας]], [[γειτονεύω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[κοντά]]<br /><b>3.</b> [[μοιάζω]]<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]], συνουσιάζομαι.
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλησιάζω]] πολύ ή επικίνδυνα [[κοντά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[γείτονας]], [[γειτονεύω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[κοντά]]<br /><b>3.</b> [[μοιάζω]]<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]], συνουσιάζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπλησιάζω:''' βρίσκομαι [[πλησίον]], είμαι [[γείτονας]], σε Αίσωπ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 494] nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλησιάζω: εἶμαι γείτων, Αἰσώπ. μῦθ. 270· εἶμαι πλησίον, τῷ γένει Ἐκκλ. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνουσιάζομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 1· ἀλλ’ ὁ Dind. διορθοῖ εἴπερ ἐπλησίαζε.

French (Bailly abrégé)

être voisin.
Étymologie: παραπλήσιος.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
πλησιάζω πολύ ή επικίνδυνα κοντά
αρχ.
1. είμαι γείτονας, γειτονεύω
2. είμαι κοντά
3. μοιάζω
4. έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι.

Greek Monotonic

παραπλησιάζω: βρίσκομαι πλησίον, είμαι γείτονας, σε Αίσωπ.