παραπολαύω: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[απολαύω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] ή με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπολαύω]] «[[απολαμβάνω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[απολαύω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] ή με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπολαύω]] «[[απολαμβάνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰπολαύω:''' [[απολαμβάνω]] [[επιπλέον]] ή παράπλευρα προνόμια, <i>τινός</i>, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπολαύω Medium diacritics: παραπολαύω Low diacritics: παραπολαύω Capitals: ΠΑΡΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: parapolaúō Transliteration B: parapolauō Transliteration C: parapolayo Beta Code: parapolau/w

English (LSJ)

   A share the fruits of, τῆς τιμωρίας Ph.2.15 ; τῆς ἐνίων κακοβουλίας J.BJ2.16.4 ; τῆς τινων μωρίας Luc. Alex.45 ; παραπολαύειν ἐστὶ τῆς τοῦ εἴδους ὑποστάσεως τὴν ἔκπτωσιν Dam.Pr.7.

German (Pape)

[Seite 495] (s. ἀπολαύω), daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von Etwas, τινός; Nic. arith. 1; παραπολαῦσαι τῆς μωρίας, Luc. Alex. 45; auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰπολαύω: ἀπολαύω πρὸς τούτοις ἢ μετά τινος, συναπολαύωἁπλῶς ἀπολαύω, τινὸς Λουκ. Ἀλέξ. 45· κακόν τι παρ. τινὸς Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

retirer, en passant, un profit ou un désavantage de, gén..
Étymologie: παρά, ἀπολαύω.

Greek Monolingual

ΜΑ
απολαύω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπολαύω «απολαμβάνω»].

Greek Monotonic

παρᾰπολαύω: απολαμβάνω επιπλέον ή παράπλευρα προνόμια, τινός, σε Λουκ.