παραείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παραίρω]] Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] μτφ. για τη [[σκέψη]], τον νου) παρασηκώνω, [[φουσκώνω]] («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» — [[ποιος]] σάς φούσκωσε τα μυαλά, <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παραείρομαι</i><br />κρεμιέμαι από το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ᾀείρω</i> / [[αἴρω]] «[[σηκώνω]]»].
|mltxt=και [[παραίρω]] Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] μτφ. για τη [[σκέψη]], τον νου) παρασηκώνω, [[φουσκώνω]] («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» — [[ποιος]] σάς φούσκωσε τα μυαλά, <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παραείρομαι</i><br />κρεμιέμαι από το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ᾀείρω</i> / [[αἴρω]] «[[σηκώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραείρω:''' συνηρ. -[[αίρω]], [[υψώνω]], [[σηκώνω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>παρ-ηέρθην</i>, [[κρέμομαι]] από το ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰείρω Medium diacritics: παραείρω Low diacritics: παραείρω Capitals: ΠΑΡΑΕΙΡΩ
Transliteration A: paraeírō Transliteration B: paraeirō Transliteration C: paraeiro Beta Code: paraei/rw

English (LSJ)

   A = παραλύω, detach, π. φρένας unhinge the mind, Archil. 94, cf. Opp.H.4.19 (tm.):—Pass., hang on one side, παρηέρθη δὲ κάρη Il.16.341.

German (Pape)

[Seite 478] zsgz. παραίρω (s. ἀείρω), daneben oder dabei heben, φρένας, erheben oder verkebren, Archil. 63; vgl. Opp. Hal. 4, 19; – pass. daneben, an der Seite hangen, schweben, παρηέρθη δὲ κάρη, Il. 16, 341.

Greek (Liddell-Scott)

παραείρω: συνῃρ. παραίρω· αἴρω, ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341.

French (Bailly abrégé)

f. παραερῶ, ao. παρήειρα, ao. Pass. παρηέρθην;
lever ou suspendre à côté.
Étymologie: παρά, ἀείρω.

English (Autenrieth)

only aor. pass., παρηέρθη, hung down, Il. 16.341†.

Greek Monolingual

και παραίρω Α
1. (κυρίως μτφ. για τη σκέψη, τον νου) παρασηκώνω, φουσκώνω («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» — ποιος σάς φούσκωσε τα μυαλά, Αρχίλ.)
2. παθ. παραείρομαι
κρεμιέμαι από το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾀείρω / αἴρω «σηκώνω»].

Greek Monotonic

παραείρω: συνηρ. -αίρω, υψώνω, σηκώνω — Παθ., αόρ. αʹ παρ-ηέρθην, κρέμομαι από το ένα μέρος, σε Ομήρ. Ιλ.