παρεπιδείκνυμι: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(31) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[επιδείκνυμι]]<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] [[κάτι]] παράλληλα, ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φανερώνω]], [[εκδηλώνω]], [[εκθέτω]] τις ιδέες μου<br />β) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, [[κάνω]] [[επίδειξη]]. | |mltxt=Α [[επιδείκνυμι]]<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] [[κάτι]] παράλληλα, ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φανερώνω]], [[εκδηλώνω]], [[εκθέτω]] τις ιδέες μου<br />β) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, [[κάνω]] [[επίδειξη]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρ-επιδείκνυμι, med. pronken. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A point out beside or at the same time, LXX 2 Ma.15.10. 2 display, κακῶς [τὴν τέχνην] Gal.8.600. II Med., display one's ideas, Phld. Vit.p.39 J. ; also in a depreciatory sense, exhibit out of season, make a display, Plu.2.43d, Luc.Hist. Conscr.57.
Greek Monolingual
Α επιδείκνυμι
1. δείχνω κάτι παράλληλα, ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. επιδεικνύω κάτι σε κάποιον
3. μέσ. α) φανερώνω, εκδηλώνω, εκθέτω τις ιδέες μου
β) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-επιδείκνυμι, med. pronken.