παροιμιώδης: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(31) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, ΝΜΑ [[παροιμία]]<br /><b>1.</b> αυτός που λέγεται ως [[παροιμία]], ο όμοιος με [[παροιμία]], ο [[παροιμιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίφημος]], [[ονομαστός]], [[περιώνυμος]], [[πασίγνωστος]] («[[παροιμιώδης]] [[κακία]]»)<br /><b>2.</b> [[αμύθητος]], [[μυθώδης]], [[ανυπολόγιστος]] («[[παροιμιώδης]] [[πλούτος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροιμιωδώς</i> / <i>παροιμιωδῶς</i> ΝΜΑ<br />με τρόπο παροιμιώδη, με παροιμίες. | |mltxt=-ες, ΝΜΑ [[παροιμία]]<br /><b>1.</b> αυτός που λέγεται ως [[παροιμία]], ο όμοιος με [[παροιμία]], ο [[παροιμιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίφημος]], [[ονομαστός]], [[περιώνυμος]], [[πασίγνωστος]] («[[παροιμιώδης]] [[κακία]]»)<br /><b>2.</b> [[αμύθητος]], [[μυθώδης]], [[ανυπολόγιστος]] («[[παροιμιώδης]] [[πλούτος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροιμιωδώς</i> / <i>παροιμιωδῶς</i> ΝΜΑ<br />με τρόπο παροιμιώδη, με παροιμίες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παροιμιώδης:''' имеющий вид или характер поговорки Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A proverbial, Plu.2.302b, 616c, Philostr.VA1.8. Adv. -δῶς Asp.in EN 160.23, Sch.Ar.Pl.287.
German (Pape)
[Seite 525] ες, sprichwörtlich, nach Art eines Sprichworts, Plut. Symp. 4, 2, 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παροιμιώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς παροιμίαν, ὡς παροιμία, Πλούτ. 2. 302C, 6 6C, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à un proverbe, proverbial.
Étymologie: παροιμία, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες, ΝΜΑ παροιμία
1. αυτός που λέγεται ως παροιμία, ο όμοιος με παροιμία, ο παροιμιακός
νεοελλ.
1. περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος, πασίγνωστος («παροιμιώδης κακία»)
2. αμύθητος, μυθώδης, ανυπολόγιστος («παροιμιώδης πλούτος»).
επίρρ...
παροιμιωδώς / παροιμιωδῶς ΝΜΑ
με τρόπο παροιμιώδη, με παροιμίες.
Russian (Dvoretsky)
παροιμιώδης: имеющий вид или характер поговорки Plut.