πατρωός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(31) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πατρυιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατρωός]] μαρτυρείται από την ελληνιστική [[εποχή]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[μητρυιά]] (<b>πρβλ.</b> [[πατρυιός]]) με [[επίδραση]] τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -<i>ώς</i>, -<i>υῖα</i>, -<i>ός</i>. Είναι, όμως, [[εξίσου]] πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. [[πάτρως]] «[[θείος]]»]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[πατρυιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατρωός]] μαρτυρείται από την ελληνιστική [[εποχή]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[μητρυιά]] (<b>πρβλ.</b> [[πατρυιός]]) με [[επίδραση]] τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -<i>ώς</i>, -<i>υῖα</i>, -<i>ός</i>. Είναι, όμως, [[εξίσου]] πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. [[πάτρως]] «[[θείος]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πατρωός:''' ὁ отчим Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = πατρυιός, stepfather, Cerc.4.43, Plu. Cleom.11, Arat. 41, Artem.3.26, POxy. 1257.2 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 537] ὁ, = ἐπιπάτωρ, vgl. Poll. 3, 27, Stiefvater, Plut. Arat. 38 u. öfter bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατρωός: ὁ, = πατρυιός, μητρυιός, Πλουτ. Κλεομέν. 11, Ἄρατ. 41.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
beau-père.
Étymologie: πατήρ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πατρυιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρωός μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά το μητρυιά (πρβλ. πατρυιός) με επίδραση τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -ώς, -υῖα, -ός. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. πάτρως «θείος»].
Russian (Dvoretsky)
πατρωός: ὁ отчим Plut.