περιφράζω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(32)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] με [[περίφραση]]<br /><b>2.</b> [[σκέπτομαι]], [[εξετάζω]] [[κάτι]] από [[κάθε]] [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φράζω]] «λέω, [[διηγούμαι]]»].———————— <b>(II)</b><br />Ν<br /><b>βλ.</b> [[περιφράσσω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] με [[περίφραση]]<br /><b>2.</b> [[σκέπτομαι]], [[εξετάζω]] [[κάτι]] από [[κάθε]] [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φράζω]] «λέω, [[διηγούμαι]]»].———————— <b>(II)</b><br />Ν<br /><b>βλ.</b> [[περιφράσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-φράζω, meestal med. zorgvuldig overwegen.
}}
}}

Revision as of 08:00, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

exprimer par circonlocution ou périphrase;
Moy. περιφράζομαι examiner sous toutes les faces ; méditer à, acc..
Étymologie: περί, φράζω.

Greek Monolingual

(I)
Α
1. διατυπώνω με περίφραση
2. σκέπτομαι, εξετάζω κάτι από κάθε πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + -φράζω «λέω, διηγούμαι»].———————— (II)
Ν
βλ. περιφράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φράζω, meestal med. zorgvuldig overwegen.