περίχθων: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(32) |
(3b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>φρ.</b> «[[περίχθων]] ὠκεανός» — ο [[ωκεανός]] που ρέει [[γύρω]] από τη γη, που περικυκλώνει τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χθών]], <i>χθονός</i> «γη» (<b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-[[χθων]])]. | |mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>φρ.</b> «[[περίχθων]] ὠκεανός» — ο [[ωκεανός]] που ρέει [[γύρω]] από τη γη, που περικυκλώνει τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χθών]], <i>χθονός</i> «γη» (<b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-[[χθων]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίχθων:''' ονος и περιχθῶν, όνος adj. опоясывающий землю ([[Ὠκεανός]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen.
A ovos, round about the earth, AP9.778 (Phil.), dub. in Orph.Fr.285.57.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
φρ. «περίχθων ὠκεανός» — ο ωκεανός που ρέει γύρω από τη γη, που περικυκλώνει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. αυτό-χθων)].
Russian (Dvoretsky)
περίχθων: ονος и περιχθῶν, όνος adj. опоясывающий землю (Ὠκεανός Anth.).