πιτυοκάμπτης: Difference between revisions
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πιτυκάμπτης]], ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του ληστή Σίνιδος) αυτός που λύγιζε τα πεύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάμπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ασματο</i>-<i>κάμπτης</i>]. | |mltxt=και [[πιτυκάμπτης]], ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του ληστή Σίνιδος) αυτός που λύγιζε τα πεύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάμπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ασματο</i>-<i>κάμπτης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῐτῠοκάμπτης:''' -ου, ὁ, αυτός που λυγίζει τα πεύκα, επίθ. για τον ληστή Σίνη, που σκότωνε ταξιδιώτες [[αφού]] τους έδενε [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] πευκόδεντρα που είχε λυγίσει [[κάτω]] έτσι ώστε να συναντηθούν, και [[έπειτα]] τα άφηνε να εκτοξευτούν, σε Στράβ., Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A pinebender, epith. of Sinis, who killed travellers by tying them between two pine-trees bent down so as nearly to meet, and then let go again, Str.9.1.4, Apollod.3.16.2, Plu.Thes.8 :—also πῐτῠκάμπτης, prob. for παλικάμπῃ in AP11.107 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 622] ὁ, Fichtenbeuger, Beiname des Räubers Sinis, der die Wanderer zwischen zwei zusammengebogene Fichten spannte u. sie, indem er diese wieder aus einander schnellen ließ, zerriß; auch πιτυκάμπτης; Plut. Thes. 8, Apolld.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῠοκάμπτης: -ου, ὁ, ὁ κάμπτων πίτυς, οὕτως ἐκλήθη ὁ ληστὴς Σίνις, ὅστις μένων παρὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου συνελάμβανε πάντα διαβαίνοντα ἐκεῖθεν καὶ κάμπτων δύο πίτυς ἔδενεν εἰς τοὺς κλάδους αὐτῶν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τοῦ συλληφθέντος, καὶ ἔπειτα ἄφινεν αὐτάς, αἱ δὲ ἐπανερχόμεναι εἰς τὰς θέσεις των κατεσπάρασσον αὐτούς, Στράβ. 391, Ἀπολλόδ. 3. 16, 2, Πλουτ. Θησ. 8, Παυσ. 3. 1, 4. Ὁ τύπος πιτυκάμπτης (πρβλ. πιτύστεπτος) ἀποκατεστάθη ὑπὸ Στεφ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 107 ἀντὶ παλικάμπῃ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui courbe les pins.
Étymologie: πίτυς, κάμπτω.
Greek Monolingual
και πιτυκάμπτης, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του ληστή Σίνιδος) αυτός που λύγιζε τα πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + -κάμπτης (< κάμπτω), πρβλ. ασματο-κάμπτης].
Greek Monotonic
πῐτῠοκάμπτης: -ου, ὁ, αυτός που λυγίζει τα πεύκα, επίθ. για τον ληστή Σίνη, που σκότωνε ταξιδιώτες αφού τους έδενε ανάμεσα σε δύο πευκόδεντρα που είχε λυγίσει κάτω έτσι ώστε να συναντηθούν, και έπειτα τα άφηνε να εκτοξευτούν, σε Στράβ., Πλούτ.