πληθύς: Difference between revisions
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ύος, ἡ, ΜΑ<br />[[πλήθος]], [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρώπων ή πραγμάτων, [[πληθώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[πλῆθος]] και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. <i>πληθύνομαι</i>, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το [[πλῆθος]] (<b>βλ.</b> [[πληθύνω]])]. | |mltxt=-ύος, ἡ, ΜΑ<br />[[πλήθος]], [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρώπων ή πραγμάτων, [[πληθώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[πλῆθος]] και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. <i>πληθύνομαι</i>, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το [[πλῆθος]] (<b>βλ.</b> [[πληθύνω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πληθύς:''' [ῡ], -ύος, ἡ, Επικ. δοτ. <i>πληθυῑ</i>, [[πληρότητα]], [[πλήθος]], όχλος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Πλούτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ep. dat.
A πληθυῖ Il.22.458, Od.11.514, 16.105:—Ion. for πλῆθος, throng, crowd, of people, Hom.ll. cc.; = δῆμος, Leg.Gort. 6.52; majority, πληθὺν δὲ νικῆν IG9(1).333.18 (Locr., v B.C.): as Noun of multitude with pl. Verb, ὣς φάσαν ἡ π. Il.2.278: in later Prose, Pl.Ax. 366b, LXX 3 Ma.4.17; τῆς στρατιᾶς τὴν π. συχνήν Plu.Pomp.39, cf. Luc. Cont.15, etc.; = Lat. plebs, D.H.7.16, etc. [ῡ in nom. and acc. sg., in other cases ῠ.]
German (Pape)
[Seite 632] ύος, ἡ, ion. = πλῆθος, Fülle, Menge; bes. Menschenmenge, oft bei Hom., σὔποτ' ἐνὶ πληθυῖ μένεν ἀνδρῶν, Il. 22, 458; vgl. bes. ἡγεμόνας Δαναῶν ἕλεν, αὐτὰρ ἔπειτα πληθύν, 11, 305, wie πληθὺν ἀνώξομεν ἀπονέεσθαι, αὐτοὶ δ' ὅσσοι ἄριστοι, 15, 295; auch als Collectivum mit dem Verbum im Plural, 2, 278, ἃς φάσαν ἡ πληθύς; einzeln auch bei Sp., wie Plat. Ax. 266 b, Luc. Char. 15. – [List im nom. u. acc. sing. bei Hom. lang, bei Sp., wie Ap. Rh., zuweilen kurz, doch sind diese Beispiele nicht sicher, vgl. Wern. Tryphiod. 322; in den übrigen Casus kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
πληθύς: -ύος, ἡ, Ἐπικ. δοτ. πληθυῖ, οὐχὶ -ύϊ, Ἰλ. Χ. 458, Ὀδ. Λ. 514, Π. 105· ― Ἰων. ἀντὶ πλῆθος, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς ὄνομα περιληπτικὸν μετὰ ῥήματος πληθυντ., Ἰλ. Β. 278· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Β· τῆς στρατιᾶς τὴν πλ. πολλὴν Πλουτ. Πομπ. 39· Λουκ. κλ. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ― παρὰ μεταγεν. ὡς παρ’ Ἀπ. Ροδ. ἐνίοτε ῠ, ἂν καὶ τὰ παραδείγματα εἶναί πως ἀμφίβ., Wern εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-). 322· ἄλλως ἀείποτε ῠ].
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
foule, particul. foule d’hommes ; au sg. collect. le bas peuple.
Étymologie: ion. c. πλῆθος.
English (Autenrieth)
ύος=πλῆθος, esp. of the masses, the commons, as opp. to the chiefs, Il. 2.143, 278.
Greek Monolingual
-ύος, ἡ, ΜΑ
πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)].
Greek Monotonic
πληθύς: [ῡ], -ύος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθυῑ, πληρότητα, πλήθος, όχλος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Πλούτ. κ.λπ.