πληροφοριοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες<br /><b>2.</b> [[ειδικός]] [[ανεπίσημος]] [[πράκτορας]] μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται<br /><b>3.</b> [[καταδότης]], [[ρουφιάνος]], [[χαφιές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πληροφορία]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>δο</i>- του [[δίδωμι]] «[[δίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]].
|mltxt=ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες<br /><b>2.</b> [[ειδικός]] [[ανεπίσημος]] [[πράκτορας]] μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται<br /><b>3.</b> [[καταδότης]], [[ρουφιάνος]], [[χαφιές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πληροφορία]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>δο</i>- του [[δίδωμι]] «[[δίνω]]»), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]].
}}
}}

Latest revision as of 13:21, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν
1. αυτός που δίνει πληροφορίες
2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται
3. καταδότης, ρουφιάνος, χαφιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληροφορία + δότης (< θ. δο- του δίδωμι «δίνω»), πρβλ. αιμοδότης.