πολύβωλος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(33)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον Α<br />(για [[τόπο]], για αγρό)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς σβώλους<br /><b>2.</b> [[εύφορος]], [[καρπερός]] («βασιλεῦ χώρας τῆς πολυβώλου», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βῶλος]] «όγκος χώματος» (<b>πρβλ.</b> <i>ερί</i>-<i>βωλος</i>)].
|mltxt=-ον Α<br />(για [[τόπο]], για αγρό)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς σβώλους<br /><b>2.</b> [[εύφορος]], [[καρπερός]] («βασιλεῦ χώρας τῆς πολυβώλου», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βῶλος]] «όγκος χώματος» (<b>πρβλ.</b> <i>ερί</i>-<i>βωλος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύβωλος:''' с крупными глыбами или комьями, т. е. плодородный ([[χώρα]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 02:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβωλος Medium diacritics: πολύβωλος Low diacritics: πολύβωλος Capitals: ΠΟΛΥΒΩΛΟΣ
Transliteration A: polýbōlos Transliteration B: polybōlos Transliteration C: polyvolos Beta Code: polu/bwlos

English (LSJ)

ον,

   A with large clods, fruitful, E.Fr.229 (anap.).

German (Pape)

[Seite 660] mit starken, großen Schollen, fruchtbar, χώρα, Eur. frg. bei D. Hal. de C. V. 25.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβωλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς καὶ μεγάλους βώλους (χώματος), γόνιμος, ὡς τὸ ἐρίβωλος, Εὐρ. Ἀποσπ. 231.

Greek Monolingual

-ον Α
(για τόπο, για αγρό)
1. αυτός που έχει πολλούς σβώλους
2. εύφορος, καρπερός («βασιλεῦ χώρας τῆς πολυβώλου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βῶλος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερί-βωλος)].

Russian (Dvoretsky)

πολύβωλος: с крупными глыбами или комьями, т. е. плодородный (χώρα Eur.).