πρίσις: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
(34)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίσεως, ἡ, Α [[πρίω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[πρίω]], [[πριόνισμα]]<br /><b>2.</b> (στη [[χειρουργική]]) [[διάτρηση]] με πριονοειδές [[τρύπανο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πρῑσις ὀδόντων» — [[τριγμός]], [[τρίξιμο]] τών δοντιών από [[οργή]] ή ως [[σύμπτωμα]] νόσου.
|mltxt=-ίσεως, ἡ, Α [[πρίω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[πρίω]], [[πριόνισμα]]<br /><b>2.</b> (στη [[χειρουργική]]) [[διάτρηση]] με πριονοειδές [[τρύπανο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πρῖσις ὀδόντων» — [[τριγμός]], [[τρίξιμο]] τών δοντιών από [[οργή]] ή ως [[σύμπτωμα]] νόσου.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 702] ἡ, das Sägen, Arist. partt. an. 1, 5 g. E.; – ὀδόντων, das Knirschen mit den Zähnen, Plut. de cohib. ira 10; auch in gewissen Krankheiten vorkommend, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire grincer : ὀδόντων PLUT grincements de dents.
Étymologie: πρίω.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α πρίω
1. η ενέργεια του πρίω, πριόνισμα
2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο
3. φρ. «πρῖσις ὀδόντων» — τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου.