πραγματογνώμονας: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, Ν<br /><b>(νομ.)</b> τρίτο [[πρόσωπο]], [[ειδικός]], [[επιστήμονας]] ή [[τεχνικός]], στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από [[έρευνα]], για ένα [[ζήτημα]] που έχει [[σχέση]] με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι διάδικοι δεν έχουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμονας]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισχυρο</i>-[[γνώμονας]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>πραγματογνώμων</i>, μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
|mltxt=ο, η, Ν<br /><b>(νομ.)</b> τρίτο [[πρόσωπο]], [[ειδικός]], [[επιστήμονας]] ή [[τεχνικός]], στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από [[έρευνα]], για ένα [[ζήτημα]] που έχει [[σχέση]] με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι διάδικοι δεν έχουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμονας]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[ισχυρογνώμονας]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>πραγματογνώμων</i>, μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, η, Ν
(νομ.) τρίτο πρόσωπο, ειδικός, επιστήμονας ή τεχνικός, στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από έρευνα, για ένα ζήτημα που έχει σχέση με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι διάδικοι δεν έχουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -γνώμονας (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρογνώμονας. Η λ., στον λόγιο τ. πραγματογνώμων, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].