προαγόρευσις: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ή, ΜΑ [[προαγορεύω]]<br />[[προφητεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[προαγορεύω]], το να λέει [[κανείς]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, να προλέγει<br /><b>2.</b> [[πρόγνωση]]<br /><b>3.</b> [[προκήρυξη]]<br /><b>4.</b> [[απαγόρευση]] συμμετοχής στα ιερά και στην [[αγορά]] τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η δικαστική [[απόφαση]].
|mltxt=-εύσεως, ή, ΜΑ [[προαγορεύω]]<br />[[προφητεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[προαγορεύω]], το να λέει [[κανείς]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, να προλέγει<br /><b>2.</b> [[πρόγνωση]]<br /><b>3.</b> [[προκήρυξη]]<br /><b>4.</b> [[απαγόρευση]] συμμετοχής στα ιερά και στην [[αγορά]] τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η δικαστική [[απόφαση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγόρευσις:''' ἡ, [[ομιλία]] εκ των προτέρων, [[διακήρυξη]] από [[πριν]], σε Αριστ., σε Πλουτ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγόρευσις Medium diacritics: προαγόρευσις Low diacritics: προαγόρευσις Capitals: ΠΡΟΑΓΟΡΕΥΣΙΣ
Transliteration A: proagóreusis Transliteration B: proagoreusis Transliteration C: proagorefsis Beta Code: proago/reusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A foretelling, Arist.Po. 1454b5; prophecy, prediction, Diogenian.Epicur.4.18 (pl.), J.Ap.1.29, BJ2.8.12 (pl.), Plu.Sull.7 (pl.); prognosis, Hp.Aph.2.19 (pl., v.l.).    II proclamation, App.BC1.26; warning, prohibition, J.AJ18.8.2, 18.9.2, Poll.8.66.

German (Pape)

[Seite 704] ἡ, das Vorhersagen; Hippocr.; Arist. poet. 15; Plut. Syll. 7 orac. def. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγόρευσις: ἡ, τὸ προαγορεύειν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 10, Πλουτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. προκήρυξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 26. 2) = πρόρρησις ΙΙ. 2, Πολυδ. Η΄, 66. ― Καθ’ Ἡσύχ. «προαγόρευσις· προφητεία».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prédiction.
Étymologie: προαγορεύω.

Greek Monolingual

-εύσεως, ή, ΜΑ προαγορεύω
προφητεία
αρχ.
1. η ενέργεια του προαγορεύω, το να λέει κανείς κάτι εκ τών προτέρων, να προλέγει
2. πρόγνωση
3. προκήρυξη
4. απαγόρευση συμμετοχής στα ιερά και στην αγορά τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.

Greek Monotonic

προᾰγόρευσις: ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ.