πρόκλυτος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[περίφημος]] [[κατά]] τον παλαιό καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλυτός]] «[[περίφημος]], [[ένδοξος]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />[[περίφημος]] [[κατά]] τον παλαιό καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλυτός]] «[[περίφημος]], [[ένδοξος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόκλῠτος:''' -ον ([[κλύω]]), αυτός που ακούγεται από [[πριν]], [[ξακουστός]] από την [[παλιά]] [[εποχή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκλῠτος Medium diacritics: πρόκλυτος Low diacritics: πρόκλυτος Capitals: ΠΡΟΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: próklytos Transliteration B: proklytos Transliteration C: proklytos Beta Code: pro/klutos

English (LSJ)

ον, (κλύω)

   A heard formerly, of olden time, ἔπεα Il.20.204.

German (Pape)

[Seite 730] vormals oder in früherer Zeit gehört, ἔπεα, alte Sagen, Il. 20, 204.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκλῠτος: -ον, (κλύω) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, περίφημος τὸ πάλαι, ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entendu ou connu depuis longtemps.
Étymologie: προκλύω.

English (Autenrieth)

(κλύω): heard of old, ancient and celebrated; ἔπεα, Il. 20.204†.

Greek Monolingual

-ον, Α
περίφημος κατά τον παλαιό καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κλυτός «περίφημος, ένδοξος»].

Greek Monotonic

πρόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που ακούγεται από πριν, ξακουστός από την παλιά εποχή, σε Ομήρ. Ιλ.