προπροκυλίνδομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (ως επιτατικό του <i>κυλίνδομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], [[ικετεύω]] επίμονα κάποιον<br /><b>2.</b> περιφέρομαι [[συνεχώς]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]] [[υφιστάμενος]] κακουχίες και [[απροστάτευτος]].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (ως επιτατικό του <i>κυλίνδομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], [[ικετεύω]] επίμονα κάποιον<br /><b>2.</b> περιφέρομαι [[συνεχώς]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]] [[υφιστάμενος]] κακουχίες και [[απροστάτευτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προπροκῠλίνδομαι:''' Παθ., [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς [[Διός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[πλανώμαι]] ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπροκῠλίνδομαι Medium diacritics: προπροκυλίνδομαι Low diacritics: προπροκυλίνδομαι Capitals: ΠΡΟΠΡΟΚΥΛΙΝΔΟΜΑΙ
Transliteration A: proprokylíndomai Transliteration B: proprokylindomai Transliteration C: proprokylindomai Beta Code: proprokuli/ndomai

English (LSJ)

Pass.,

   A keep rolling before another(as a suppliant), roll at his feet, c. gen., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός Il.22.221; δεῦρο τόδ' ἵκετο πήματα πάσχων π. wandering from place to place, Od.17.525.

German (Pape)

[Seite 741] das verstärkte προκυλίνδομαι, pass.; sich winden, τινός, sich vor Jemandes Füßen flehend wälzen, Il. 22, 221; sich fort u. fort in bedrängter Lage umhertreiben, umherirren, Od. 17, 525, einzeln bei sp. D., wie Opp. Hal. 1, 167.

Greek (Liddell-Scott)

προπροκῠλίνδομαι: Παθ., ἐξακολουθῶ νὰ κυλίωμαι ἔμπροσθέν τινος (ὡς ἱκέτης), κυλίομαι παρὰ τοὺς πόδας τινός, προσπίπτω καὶ ἱκετεύω τινά, μετὰ γεν., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς Ἰλ. Χ. 221· οὕτω καί, δεῦρ’ ἵκετο πήματα πάσχων πρ. Ὀδ. Ρ. 525, κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλ’ ἕτεροι σχολιασταί, ἐπειδὴ ὁ Ὀδυσσεὺς οὐδέποτε οὕτως ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, ἑρμηνεύουσι «πλανώμενος, μετὰ κακοπαθείας ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν φερόμενος».

French (Bailly abrégé)

c. προκυλίνδομαι.

English (Autenrieth)

roll (as suppliant) before, Διός, Il. 22.221; ‘wander from place to place,’ Od. 17.525.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) (ως επιτατικό του κυλίνδομαι)
1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον
2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος.

Greek Monotonic

προπροκῠλίνδομαι: Παθ., εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς Διός, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., πλανώμαι ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ.