προσδοκώ: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
(34)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />προσδοκῶ, -άω, ΝΜΑ, ιων. τ. [[προσδοκέω]] Α<br />[[περιμένω]] να συμβεί [[κάτι]] ευχάριστο, [[ελπίζω]] («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσδοκώμενο</i><br />[[κατηγορία]] του συντακτικού που δηλώνεται με [[υποτακτική]] [[έγκλιση]] και εκφράζεται κατ' εξοχήν σε ένα από τα είδη τών υποθετικών λόγων και στις αντίστοιχες χρονικές προτάσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προσδοκώμενο [[κέρδος]]» — το αναμενόμενο [[κέρδος]] από μία επιχειρηματική [[δραστηριότητα]] αβέβαιης έκβασης<br />β) «προσδοκώμενη [[διάρκεια]] ζωής» — η [[μέση]] [[διάρκεια]] ζωής όντος ή πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμένω]] να συμβεί [[κάτι]] με φόβο και [[αγωνία]] («προσδοκέοντας ἀπολέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποθέτω]] ότι [[κάποιος]] κάνει [[κάτι]] ή ότι κάποιο [[πράγμα]] [[είναι]] [[έτσι]] («προσδοκῶντα καὶ τὸν ποιητὴν εὖ λέγειν το», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[ενδοιάζω]].———————— <b>(II)</b><br />-έω, Α<br />(πιθ. γρφ. [[αντί]] <i>πρὸς δοκῶ</i>) θεωρούμαι, νομίζομαι («[[ἀπειρόκαλος]] προσέδοξεν [[είναι]]», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />προσδοκῶ, -άω, ΝΜΑ, ιων. τ. [[προσδοκέω]] Α<br />[[περιμένω]] να συμβεί [[κάτι]] ευχάριστο, [[ελπίζω]] («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσδοκώμενο</i><br />[[κατηγορία]] του συντακτικού που δηλώνεται με [[υποτακτική]] [[έγκλιση]] και εκφράζεται κατ' εξοχήν σε ένα από τα είδη τών υποθετικών λόγων και στις αντίστοιχες χρονικές προτάσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προσδοκώμενο [[κέρδος]]» — το αναμενόμενο [[κέρδος]] από μία επιχειρηματική [[δραστηριότητα]] αβέβαιης έκβασης<br />β) «προσδοκώμενη [[διάρκεια]] ζωής» — η [[μέση]] [[διάρκεια]] ζωής όντος ή πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμένω]] να συμβεί [[κάτι]] με φόβο και [[αγωνία]] («προσδοκέοντας ἀπολέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποθέτω]] ότι [[κάποιος]] κάνει [[κάτι]] ή ότι κάποιο [[πράγμα]] [[είναι]] [[έτσι]] («προσδοκῶντα καὶ τὸν ποιητὴν εὖ λέγειν το», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[ενδοιάζω]].<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α<br />(πιθ. γρφ. [[αντί]] <i>πρὸς δοκῶ</i>) θεωρούμαι, νομίζομαι («[[ἀπειρόκαλος]] προσέδοξεν [[είναι]]», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
προσδοκῶ, -άω, ΝΜΑ, ιων. τ. προσδοκέω Α
περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο, ελπίζω («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το προσδοκώμενο
κατηγορία του συντακτικού που δηλώνεται με υποτακτική έγκλιση και εκφράζεται κατ' εξοχήν σε ένα από τα είδη τών υποθετικών λόγων και στις αντίστοιχες χρονικές προτάσεις
2. φρ. α) «προσδοκώμενο κέρδος» — το αναμενόμενο κέρδος από μία επιχειρηματική δραστηριότητα αβέβαιης έκβασης
β) «προσδοκώμενη διάρκεια ζωής» — η μέση διάρκεια ζωής όντος ή πράγματος
αρχ.
1. αναμένω να συμβεί κάτι με φόβο και αγωνία («προσδοκέοντας ἀπολέεσθαι», Ηρόδ.)
2. υποθέτω ότι κάποιος κάνει κάτι ή ότι κάποιο πράγμα είναι έτσι («προσδοκῶντα καὶ τὸν ποιητὴν εὖ λέγειν το», Πλάτ.)
3. διστάζω, ενδοιάζω.
(II)
-έω, Α
(πιθ. γρφ. αντί πρὸς δοκῶ) θεωρούμαι, νομίζομαι («ἀπειρόκαλος προσέδοξεν είναι», Δημοσθ.).