προσμαρτυρώ: Difference between revisions
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(35) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καταθέτω]] πρόσθετη [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] με πρόσθετη [[μαρτυρία]]<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]] [[κάτι]] [[επίσημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με την [[αναγνώριση]] της θείας ιδιότητας του Ιησού από τον Πατέρα) [[επιβεβαιώνω]] [[επίσημα]] την ύπαρξη ή την [[ιδιότητα]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγγέλλω]] με [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> [[αφιερώνω]] σε κάποιον [[κάτι]] («[[πάντα]] τῷ θεῷ | |mltxt=προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καταθέτω]] πρόσθετη [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] με πρόσθετη [[μαρτυρία]]<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]] [[κάτι]] [[επίσημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με την [[αναγνώριση]] της θείας ιδιότητας του Ιησού από τον Πατέρα) [[επιβεβαιώνω]] [[επίσημα]] την ύπαρξη ή την [[ιδιότητα]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγγέλλω]] με [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> [[αφιερώνω]] σε κάποιον [[κάτι]] («[[πάντα]] τῷ θεῷ προσμαρτυρεῖν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[φαίνομαι]] και εγώ [[επίσης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ
1. καταθέτω πρόσθετη μαρτυρία
2. βεβαιώνω κάτι με πρόσθετη μαρτυρία
3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω κάτι επίσημα
μσν.
εκκλ. (ιδίως σχετικά με την αναγνώριση της θείας ιδιότητας του Ιησού από τον Πατέρα) επιβεβαιώνω επίσημα την ύπαρξη ή την ιδιότητα κάποιου
αρχ.
1. καταγγέλλω με μαρτυρία
2. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («πάντα τῷ θεῷ προσμαρτυρεῖν», Ιώσ.)
3. αστρολ. φαίνομαι και εγώ επίσης.