πρόστασις: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προΐστημι]]<br /><b>1.</b> επιδεικτική εξωτερική [[μεγαλοπρέπεια]], επίπλαστη [[δόξα]]<br /><b>2.</b> η [[προστάς]]<br /><b>3.</b> (δ. γρφ.) η [[πρόσστασις]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόστασις]] ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» — το [[προστομιαίο]](ν).
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προΐστημι]]<br /><b>1.</b> επιδεικτική εξωτερική [[μεγαλοπρέπεια]], επίπλαστη [[δόξα]]<br /><b>2.</b> η [[προστάς]]<br /><b>3.</b> (δ. γρφ.) η [[πρόσστασις]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόστασις]] ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» — το [[προστομιαίο]](ν).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόστᾰσις:''' ἡ (προστῆναι), εξωτερική [[μεγαλοπρέπεια]], [[πομπώδης]] [[επίδειξη]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστᾰσις Medium diacritics: πρόστασις Low diacritics: πρόστασις Capitals: ΠΡΟΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: próstasis Transliteration B: prostasis Transliteration C: prostasis Beta Code: pro/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A outward dignity, Pl. R.577a; τοῦ ἱεροῦ Delph.3(4).43.7 (ii B.C.).    II = προστάς 11, IG12.372.58,62, al., SIG245.32 (Delph., iv B.C.), al.    III v. πρόσστασις 1.    IV dub. sens. in BGU432 ii (2).7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, das Vorstehen oder Voranstehen, der Vorzug; auch das äußere Ansehen, das Gepränge; dah. auch der leere, äußere Schein, hinter dem man etwas Anderes verbirgt, ὅςπερ μὴ καθάπερ παῖς ἔξωθεν ὁρῶν ἐκπλήττεται ὑπὸ τῆς τῶν τυραννικῶν προστάσεως, Plat. Rep. IX, 577 a; Hippocr., u. öfter bei Sp. – Nach Didym. bei Harpocr. v. προστασία auch = προστάς, Vorhalle.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστᾰσις: ἡ, ἐπικράτησις ὑγρῶν ἢ χυμῶν, Ἱππ. 1185Α· - ἐν 414. 3, ὁ Foës πρόσθιξις. 2) ἐξωτερικὴ μεγαλοπρέπεια, πομπώδης ἐπίδειξις, πομπή, Πλάτ. Πολ. 577Α. ΙΙ. = προστάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 58, 62 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 prédominance des humeurs;
2 insigne du rang, pompe, magnificence.
Étymologie: προΐστημι.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α προΐστημι
1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα
2. η προστάς
3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις
4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» — το προστομιαίο(ν).

Greek Monotonic

πρόστᾰσις: ἡ (προστῆναι), εξωτερική μεγαλοπρέπεια, πομπώδης επίδειξη, σε Πλάτ.