πρόσκαυσις: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(35) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αύσεως, ἡ, Α [[προσκαίω]]<br /><b>1.</b> (για [[ψωμί]] και άλλα εδέσματα) το [[κάψιμο]] της επιφάνειας ή της κόρας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ζωηρός]] [[ζήλος]], [[ένθερμος]] [[πόθος]]. | |mltxt=-αύσεως, ἡ, Α [[προσκαίω]]<br /><b>1.</b> (για [[ψωμί]] και άλλα εδέσματα) το [[κάψιμο]] της επιφάνειας ή της κόρας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ζωηρός]] [[ζήλος]], [[ένθερμος]] [[πόθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσκαυσις:''' εως ἡ обжигание или прижигание, (о кушанье) пригорелость Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A burning, of bread, Dieuch. ap. Orib.4.5.2; of food, Plu.2.461c. II metaph., ardour, passion, Phld.Rh.1.361S.
Greek Monolingual
-αύσεως, ἡ, Α προσκαίω
1. (για ψωμί και άλλα εδέσματα) το κάψιμο της επιφάνειας ή της κόρας
2. μτφ. ζωηρός ζήλος, ένθερμος πόθος.
Russian (Dvoretsky)
πρόσκαυσις: εως ἡ обжигание или прижигание, (о кушанье) пригорелость Plut.