προϋπαρχή: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[ὑπαρχή]]<br /><b>1.</b> προηγούμενη [[υπηρεσία]] ή [[εξυπηρέτηση]]<br /><b>2.</b> προευεργέτηση.
|mltxt=ἡ, Α [[ὑπαρχή]]<br /><b>1.</b> προηγούμενη [[υπηρεσία]] ή [[εξυπηρέτηση]]<br /><b>2.</b> προευεργέτηση.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προϋπαρχή:''' ἡ, προηγούμενη [[υπηρεσία]] ή [[ευεργεσία]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 19:23, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπαρχή Medium diacritics: προϋπαρχή Low diacritics: προϋπαρχή Capitals: ΠΡΟΫΠΑΡΧΗ
Transliteration A: proüparchḗ Transliteration B: prouparchē Transliteration C: proyparchi Beta Code: prou+parxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A previous service, τὴν π. ἀμείψασθαι Arist.EN1165a5.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, der Anfang, vorangegangene Wohlthaten, Verdienste, ἑτέρου προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι, Arist. eth. 9, 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπαρχή: ἡ, προτέρα ὑπηρεσία, ἀμείβεσθαι τὴν πρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
service qu’on rend le premier à qqn.
Étymologie: προϋπάρχω.

Greek Monolingual

ἡ, Α ὑπαρχή
1. προηγούμενη υπηρεσία ή εξυπηρέτηση
2. προευεργέτηση.

Greek Monotonic

προϋπαρχή: ἡ, προηγούμενη υπηρεσία ή ευεργεσία, σε Αριστ.