πτύγμα: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(35) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ατος, τὸ, Α [[πτύσσω]]<br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] πτυχής, το να διπλώνεται [[κάτι]] («[[πρόσθε]] δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πτυχή]], [[ρυτίδα]] του δέρματος<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] λινού υφάσματος για [[έμφραξη]] πληγής, [[γάζα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] επιδέσμου. | |mltxt=-ατος, τὸ, Α [[πτύσσω]]<br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] πτυχής, το να διπλώνεται [[κάτι]] («[[πρόσθε]] δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πτυχή]], [[ρυτίδα]] του δέρματος<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] λινού υφάσματος για [[έμφραξη]] πληγής, [[γάζα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] επιδέσμου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πτύγμα:''' -ατος, τό ([[πτύσσω]]), [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], [[δίπλωμα]] πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (πτύσσω)
A fold or anything folded, πέπλοιο π. Il.5.315, cf. AP6.271 (Phaedim.); π. τοῦ δέρματος fold of skin, Antyll. ap. Orib.45.15.8; τῆς ὑστέρας, = fundus uteri, Paul.Aeg.3.64. II Medic., piece of lint folded up to stop a wound, pledget, Antyll. ap. Orib.10.13.27; of a bandage, Gal.18(1).826.
German (Pape)
[Seite 811] τό, das Gefaltete, Zusammengelegte; πέπλοιο πτύγμα, das doppelt zusammengelegte Oberkleid, Il. 5, 315; VLL. erkl. δίπλωμα; vgl. πέπλων ὀλίγον πτύγμα, Phaedim. 3 (VI, 271). – Bei den Aerzten ein doppelt gelegter Lappen, ἐρίου, von Wolle.
Greek (Liddell-Scott)
πτύγμα: τό, (πτύσσω) δίπλωμα, πέπλοιο πτύγμα, τὸ δίπλωμα τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τεμάχιον λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, πίλημα, Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pli, repli d’une étoffe.
Étymologie: πτύσσω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α πτύσσω
1. ο σχηματισμός πτυχής, το να διπλώνεται κάτι («πρόσθε δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
2. πτυχή, ρυτίδα του δέρματος
3. τεμάχιο λινού υφάσματος για έμφραξη πληγής, γάζα
4. είδος επιδέσμου.
Greek Monotonic
πτύγμα: -ατος, τό (πτύσσω), δίπλωμα, πέπλοιο πτύγμα, δίπλωμα πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.