ῥάφυς: Difference between revisions
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rafys | |Transliteration C=rafys | ||
|Beta Code=r(a/fus | |Beta Code=r(a/fus | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], υος, ἡ</b>,= | |Definition=[<b class="b3">ᾰ], υος, ἡ</b>,= [[βουνιάς]], Speus. ap. <span class="bibl">Ath.9.369b</span>; perh. to be read (for [[ῥάφιν]]) in Numen.(?)ib.<span class="bibl">371c</span>; cf. [[ῥάπυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 8 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], υος, ἡ,= βουνιάς, Speus. ap. Ath.9.369b; perh. to be read (for ῥάφιν) in Numen.(?)ib.371c; cf. ῥάπυς.
German (Pape)
[Seite 835] ἡ, = ῥάπυς, Numen. bei Ath. IX, 371 c, wo jetzt ῥάφιν steht,
Greek (Liddell-Scott)
ῥάφυς: [ᾰ], -υος, ἡ, = ῥάπυς, ὃ ἴδε, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 371C.
Greek Monolingual
και ῥάπυς, -υος, ἡ, Α
η βρούβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ῥάφανος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. ῥαφ- (για τον τ. ῥάπυς, βλ. λ. ράφανος) με διαφορετικό επίθημα -υς (πρβλ. κάχρ-υς, σίκυς) και δηλώνει άλλο είδος φυτού (βλ. και λ. ράφανος)].