ῥοδανός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(36)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ῥαδινός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ῥαδινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥοδᾰνός:''' -ή, -όν, [[τρυφερός]], [[απαλός]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδᾰνός Medium diacritics: ῥοδανός Low diacritics: ροδανός Capitals: ΡΟΔΑΝΟΣ
Transliteration A: rhodanós Transliteration B: rhodanos Transliteration C: rodanos Beta Code: r(odano/s

English (LSJ)

ή, όν, perh.

   A wavering, flickering, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il. 18.576:—this is the reading of most codd., but ancient critics differed as to the form; Zenod. gave διὰ ῥαδαλόν (which he derived from κραδαλόν); the reading of Aristoph. and Aristarch. is uncertain, perh. παρὰ ῥαδινόν, v. Sch. ad loc.; cf. also ῥαδινός (Apollon. Lex., who reads ῥαδινόν, absurdly interprets as λεπτόν, οἱονεὶ ῥαδονόν, παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖδθαι).

German (Pape)

[Seite 846] = ῥόδινος, zw. (vgl. ῥαδινός, κραδάω), schwank, schlank, leicht bewegt, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, am leicht vom Winde bewegten Röhricht hin, Il. 18, 576, nach Aristarch.; vgl. aber Spitzner zur Stelle; die Schol. führen an, daß Zenodot. διὰ ῥαδαλόν las u. Aristophanes παρὰ ῥαδαλόν.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, ἁπαλός, εὐδιάσειστος, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Ἰλ. Σ. 576· - αὕτη εἶναι ἡ κοινῶς ἀποδεδεγμένη γραφή· καὶ ἅπαντες μὲν συμφωνοῦσι περὶ τὴν σημασίαν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν τύπον ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ γνωμῶν· ὁ Ζηνόδοτ. ἔγραφε: διὰ ῥοδαλὸν ἢ κραδαλόν· ὁ Ἀριστοφ. παρὰ ῥαδαλόν· ἄγνωστον πῶς ἀνεγίνωσκεν ὁ Ἀρίσταρχος· ἴδε Σχόλ. Ἑνετ. καὶ τὴν σημείωσιν Spitzner ἐν τόπῳ· πρβλ. ὡσαύτως ῥαδινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
souple, flexible.
Étymologie: R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible.

English (Autenrieth)

waving, swaying, Il. 18.576† (v. l. ῥαδαλόν).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.

Greek Monotonic

ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, απαλός, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).