σελασφόρος: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σελασφόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Ν<br />αυτός που εκπέμπει φως, που ακτινοβολεί, [[φωτοβόλος]], [[φεγγοβόλος]], [[λαμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) [[πυρφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σέλας]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=-α, -ο / [[σελασφόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Ν<br />αυτός που εκπέμπει φως, που ακτινοβολεί, [[φωτοβόλος]], [[φεγγοβόλος]], [[λαμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) [[πυρφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σέλας]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σελασφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει φως, [[φωτοδότης]], σε Αισχύλ.· λέγεται για την Άρτεμη, σε Παυσ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A light-bearing, light-bringing, λαμπάδες A.Eu. 1022; ἅρμα prob. in Epic.Alex.Adesp.9 x 11; name of Ἄρτεμις (cf. πυρφόρος), Paus.1.31.4; of the moon, Cat.Cod.Astr.1.173.
German (Pape)
[Seite 869] lichttragend, lichtbringend; λαμπάδες, Aesch. Eum. 976; sp. D., wie Nonn. D. 8, 341. Vgl. σελαηφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
σελασφόρος: -ον, φωτοφόρος, φεγγοβόλος, λαμπροφόρος, λαμπὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1022· ἀστὴρ Χριστοδ. Ἔκφρ. 360· ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος (ἴδε πυρφόρος), Παυσ. 1. 31, 4· - σελασφορέω, λάμπω, Βυζ.· -φορία, ἡ, λαμπρότης, λάμψις, Εὐστ. Πονημάτ. 320. 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελασφόρος· λαμπροφόρος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la lumière.
Étymologie: σέλας, φέρω.
Greek Monolingual
-α, -ο / σελασφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που εκπέμπει φως, που ακτινοβολεί, φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός
αρχ.
(προσωνυμία της Αρτέμιδος) πυρφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλας + -φόρος].
Greek Monotonic
σελασφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει φως, φωτοδότης, σε Αισχύλ.· λέγεται για την Άρτεμη, σε Παυσ.