σεμνοπρέπεια: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(37) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σεμνοπρεπής]]<br />[[σεμνοπρεπής]] [[συμπεριφορά]], σοβαρή και σεμνή [[εμφάνιση]] και [[διαγωγή]], [[ευπρέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ σὴ [[σεμνοπρέπεια]]»<br />(ως [[προσφώνηση]]) η εξοχότητά σου. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[σεμνοπρεπής]]<br />[[σεμνοπρεπής]] [[συμπεριφορά]], σοβαρή και σεμνή [[εμφάνιση]] και [[διαγωγή]], [[ευπρέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ σὴ [[σεμνοπρέπεια]]»<br />(ως [[προσφώνηση]]) η εξοχότητά σου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σεμνοπρέπεια:''' ἡ величавость, серьезность Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:59, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A grave, solemn bearing, D.L.8.36.
German (Pape)
[Seite 871] ἡ, würdiger, vornehmer Anstand, Würde im Aeußern; Diog. L. 8, 36; Synes.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνοπρέπεια: ἡ, σοβαρός, σεμνὸς τρόπος, ἐξωτερικόν, μεγαλεῖον, Διογ. Λ. 8. 36· ἐπὶ προσφωνήσεων, ἡ, σὴ σεμν., ὡς τὸ παρ’ ἡμῖν «ἡ ὑμετέρα μεγαλειότης», Συνέσ. 266Β, κτλ.· ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σεμνοπρεπής
σεμνοπρεπής συμπεριφορά, σοβαρή και σεμνή εμφάνιση και διαγωγή, ευπρέπεια
αρχ.
φρ. «ἡ σὴ σεμνοπρέπεια»
(ως προσφώνηση) η εξοχότητά σου.
Russian (Dvoretsky)
σεμνοπρέπεια: ἡ величавость, серьезность Diog. L.