σεμνολογία: Difference between revisions
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
(37) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[σεμνολόγος]]<br /><b>1.</b> το να μιλά [[κανείς]] με [[σεμνότητα]] και [[ευγένεια]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[λόγος]] που χαρακτηρίζεται από [[σεμνότητα]] και [[λεπτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με κακή σημ.) [[κομπασμός]], [[μεγαλαυχία]]. | |mltxt=η, ΝΑ [[σεμνολόγος]]<br /><b>1.</b> το να μιλά [[κανείς]] με [[σεμνότητα]] και [[ευγένεια]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[λόγος]] που χαρακτηρίζεται από [[σεμνότητα]] και [[λεπτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με κακή σημ.) [[κομπασμός]], [[μεγαλαυχία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σεμνολογία:''' ἡ торжественная речь, велеречие Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A boasting, Chrysipp.Stoic.3.50; impressiveness, D.H. Comp.11, Th.23, 50, App.Syr.10.
German (Pape)
[Seite 871] ἡ, das würdevolle, feierliche Sprechen, das Reden in feierlichem oder vornehmem Tone, D. Hal. C. V. 11 Iud. de Isocr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνολογία: ἡ, σοβαρὰ ὁμιλία ἢ ἱεροπρεπής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, π. Θουκ. 23 καὶ 50, Πλούτ. 2. 1046D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gravité du discours.
Étymologie: σεμνολόγος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σεμνολόγος
1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια
2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα
αρχ.
(με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία.
Russian (Dvoretsky)
σεμνολογία: ἡ торжественная речь, велеречие Plut.