σηκοκόρος: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(37) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ἡ, ΜΑ, και [[σηκηκόρος]], ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την [[μάντρα]], ο [[βοσκός]]<br /><b>μσν.</b><br />([[κατά]] τον Ζων.) «[[νεωκόρος]], [[φύλαξ]] ναΐσκου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σηκός]] «[[μάντρα]]», [[αλλά]] και «[[κυρίως]] [[ναός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορέω]] [ΙΙ] «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]]. | |mltxt=ὁ, ἡ, ΜΑ, και [[σηκηκόρος]], ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την [[μάντρα]], ο [[βοσκός]]<br /><b>μσν.</b><br />([[κατά]] τον Ζων.) «[[νεωκόρος]], [[φύλαξ]] ναΐσκου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σηκός]] «[[μάντρα]]», [[αλλά]] και «[[κυρίως]] [[ναός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορέω]] [ΙΙ] «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σηκοκόρος:''' ὁ, ἡ ([[κορέω]]), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, [[βοσκός]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, (κορέω)
A cleaner of a stable, byre, or pen, herdsman, Od.17.224, Poll.7.151, Suid.; cf. σηκηκόρος. II chapel-keeper, Zonar.
German (Pape)
[Seite 873] 1) der den Stall reinigt, die Aufsicht über Stalle u. Heerden hat, Od. 17, 224; Poll. 7, 151. – 2) Aufseher einer Kapelle.
Greek (Liddell-Scott)
σηκοκόρος: ὁ, ἡ, (κορέω) ὁ καθαρίζων σταῦλον ἢ μάνδραν, βουκόλος, Ὀδ. Ρ. 224· πρβλ. σηκηκόρος. ΙΙ. νεωκόρος, φύλαξ παρεκκλησίου, Ζωναρ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
garçon d’étable ou d’écurie.
Étymologie: σηκός, κορέω¹.
English (Autenrieth)
(κορέω): cleaner of pens or folds, Od. 17.224†.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός
μσν.
(κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω-κόρος.
Greek Monotonic
σηκοκόρος: ὁ, ἡ (κορέω), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, βοσκός, σε Ομήρ. Οδ.