σιτομέτριον: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(37) |
(6) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σιτόμετρον]], τὸ, Α [[σιτομέτρης]] / -<i>ία</i>]<br />η [[σιτομετρία]]. | |mltxt=και [[σιτόμετρον]], τὸ, Α [[σιτομέτρης]] / -<i>ία</i>]<br />η [[σιτομετρία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῑτομέτριον:''' τό, ζυγισμένη [[μερίδα]] σιτηρών, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 886] τό, das zugemessene Getreide, Proviant, Fourage, dimensum, N. T.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. σιτόμετρον.
English (Thayer)
σιτομετριου, τό (Attic writers said τόν σῖτον μέτρειν; out of which later writers formed the compound σιτομέτρειν, Polybius 4,63, 10; Diodorus 19,50; Josephus, contra Apion 1,14, 7; σιτομετρία, Diodorus 2,41; (cf. Lob. ad Phryn., p. 383; Winer's Grammar, 25)), "a measured 'portion of' grain or 'food'": Luke 12:42. (Ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
και σιτόμετρον, τὸ, Α σιτομέτρης / -ία]
η σιτομετρία.
Greek Monotonic
σῑτομέτριον: τό, ζυγισμένη μερίδα σιτηρών, σε Καινή Διαθήκη