σταδαῖος: Difference between revisions
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται όρθιος («...[[Ζεὺς]] πατὴρ ἐπ' ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔγχη σταδαῑα» — δόρατα με τα οποία γινόταν η [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]] σε ανοιχτό [[πεδίο]]<br />β) (για τον κύβο) «σταδαῑον [[σῶμα]]» — [[σώμα]] σταθερό, που στηρίζεται [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[επίθημα]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[στάδην]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> και το επίθ. [[στάδιος]])]. | |mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται όρθιος («...[[Ζεὺς]] πατὴρ ἐπ' ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔγχη σταδαῑα» — δόρατα με τα οποία γινόταν η [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]] σε ανοιχτό [[πεδίο]]<br />β) (για τον κύβο) «σταδαῑον [[σῶμα]]» — [[σώμα]] σταθερό, που στηρίζεται [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[επίθημα]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[στάδην]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> και το επίθ. [[στάδιος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στᾰδαῖος:''' -α, -ον ([[στάδην]]), αυτός που στέκει όρθιος ή [[ευθύς]], [[ολόρθος]], [[στητός]], σε Αισχύλ.· <i>σταδαῖα ἔγχη</i>, δόρατα για [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]], [[σώμα]] με [[σώμα]], σε αντίθ. προς αυτά που εξακοντίζονται (πρβλ. [[στάδιος]] I), στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (στάδην)
A standing erect or upright, Ζεὺς σ., in act to hurl his bolt, A.Th.513; ἔγχη σ. pikes for close fight, opp. missiles (cf. στάδιος 1.1), Id.Pers.240; σ. σῶμα firm, steady, of the cube, Ti. Locr.98c; βάθος βραδὺκαὶ σ., of water, Aristid.Quint.2.9; σταδαία πάλη, μάχη, prob.l. in Philostr.VS1.22.4, J.BJ6.2.6, for σταδιαία; μάχη σ. v.l. in Th.4.38, for σταδία.
German (Pape)
[Seite 926] gerade od. aufrecht stehend; Ζεύς, als Wappen auf dem Schilde, Aesch. Spt. 495; σῶμα, Tim. Locr. 98 c; ἔγχη σταδαῖα, Waffen, mit denen man in offener Feldschlacht, ἐν σταδίᾳ μάχῃ, kämpft, Aesch. Pers. 236; μέλος, sanftes, ruhig gehendes Lied, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰδαῖος: -α, -ον, (στάδην) ὁ ἱστάμενος ὄρθιος, Ζεὺς στ., ἕτοιμος νὰ ἐξακοντίσῃ τὸν κεραυνόν του, Αἰσχύλ. Θήβ. 513˙ στ. ἔγχη, δόρατα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ συστάδην μάχην, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μακρόθεν βαλλόμενα (πρβλ. στάδιος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 240˙ στ. σῶμα, σταθερόν, εὐσταθές, ἐπὶ τοῦ κύβου, Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui convient à l’attitude droite : σταδαῖα ἔγχη ESCHL armes pour combattre de pied ferme ; Ζεὺς σταδαῖος ESCHL Zeus qui préside aux combats de pied ferme.
Étymologie: στάδην.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ' ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.)
2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» — δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ του συστάδην σε ανοιχτό πεδίο
β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» — σώμα σταθερό, που στηρίζεται στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα έχει σχηματιστεί από το επίρρ. στάδην + κατάλ. -αῖος (πρβλ. και το επίθ. στάδιος)].
Greek Monotonic
στᾰδαῖος: -α, -ον (στάδην), αυτός που στέκει όρθιος ή ευθύς, ολόρθος, στητός, σε Αισχύλ.· σταδαῖα ἔγχη, δόρατα για μάχη εκ του συστάδην, σώμα με σώμα, σε αντίθ. προς αυτά που εξακοντίζονται (πρβλ. στάδιος I), στον ίδ.