στρατηγέτης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(38) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταρταγέτας]] και τ. θηλ. στρατηγέτις Α<br />[[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ηγέτης]])]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταρταγέτας]] και τ. θηλ. στρατηγέτις Α<br />[[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ηγέτης]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρᾰτηγέτης:''' ου ὁ Luc. = [[στρατηγός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,= στρατηγός, SIG 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.Philopatr.9; Cret. σταρταγέτας (q.v.): fem. στρᾰτηγ-έτις, ιδος, Tz.H. 12.967.
German (Pape)
[Seite 951] ὁ, = στρατηγός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγέτης: -ου, ὁ, = στρατηγός, Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = στρατηγία, Βυζαντ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. στρατηγός.
Étymologie: στρατηγέω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σταρταγέτας και τ. θηλ. στρατηγέτις Α
στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ἡγέτης (πρβλ. ποδ-ηγέτης)].
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγέτης: ου ὁ Luc. = στρατηγός.