στρατευτικός: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(38) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strateftikos | |Transliteration C=strateftikos | ||
|Beta Code=strateutiko/s | |Beta Code=strateutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[inclined to war]], [[warlike]], <span class="bibl">Alex.234</span> (Sup.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:45, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to war, warlike, Alex.234 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 951] = στρατευματικός, im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν εἰς τὸν πόλεμον, φιλοπόλεμος, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· στρατευτικώτατος Ἄλεξ. ἐν «Τραυμ.» 2.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στρατεύω (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατεία, στην εκστρατεία
2. αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτός
3. φιλοπόλεμος.