συνάθροισμα: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάθροισμα''': τό, [[συνάθροισις]], Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. [[ἀγορά]]· [[συνάθροισμα]] τῶν Ἰουδαίων, [[συνέλευσις]], [[συμβούλιον]], Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.
|lstext='''συνάθροισμα''': τό, [[συνάθροισις]], Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. [[ἀγορά]]· [[συνάθροισμα]] τῶν Ἰουδαίων, [[συνέλευσις]], [[συμβούλιον]], Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> [[συνέλευση]] («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> [[συνέλευση]] («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> [[συνέλευση]] («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάθροισμα Medium diacritics: συνάθροισμα Low diacritics: συνάθροισμα Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΑ
Transliteration A: synáthroisma Transliteration B: synathroisma Transliteration C: synathroisma Beta Code: suna/qroisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A assemblage, Apollon.Lex. s.v. ἀγορά.

German (Pape)

[Seite 997] τό, das Gesammelte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάθροισμα: τό, συνάθροισις, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. ἀγορά· συνάθροισμα τῶν Ἰουδαίων, συνέλευσις, συμβούλιον, Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).