Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναρχία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> pouvoir commun <i>ou</i> partagé, notamment <i>en parl. du triumvirat à Rome</i>;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συναρχίαι magistrature collective.<br />'''Étymologie:''' [[σύναρχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> pouvoir commun <i>ou</i> partagé, notamment <i>en parl. du triumvirat à Rome</i>;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συναρχίαι magistrature collective.<br />'''Étymologie:''' [[σύναρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[σύναρχος]]<br />η ταυτόχρονη [[συνύπαρξη]] περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού [[διοίκηση]] («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναρχίαι</i><br />όλοι οι άρχοντες [[μαζί]], οι άρχοντες γενικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συναρχία]] [[περί]] τι» — [[εξάσκηση]] στην από κοινού [[διοίκηση]] (<b>Στράβ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[σύναρχος]]<br />η ταυτόχρονη [[συνύπαρξη]] περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού [[διοίκηση]] («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναρχίαι</i><br />όλοι οι άρχοντες [[μαζί]], οι άρχοντες γενικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συναρχία]] [[περί]] τι» — [[εξάσκηση]] στην από κοινού [[διοίκηση]] (<b>Στράβ.</b>).
|mltxt=η, ΝΑ [[σύναρχος]]<br />η ταυτόχρονη [[συνύπαρξη]] περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού [[διοίκηση]] («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναρχίαι</i><br />όλοι οι άρχοντες [[μαζί]], οι άρχοντες γενικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συναρχία]] [[περί]] τι» — [[εξάσκηση]] στην από κοινού [[διοίκηση]] (<b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρχία Medium diacritics: συναρχία Low diacritics: συναρχία Capitals: ΣΥΝΑΡΧΙΑ
Transliteration A: synarchía Transliteration B: synarchia Transliteration C: synarchia Beta Code: sunarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A joint administration or government, τινων D.C.53.2; πρός τινα Id.47.7; περὶ τὰ στρατιωτικά Str.15.1.52.    II in pl., αἱ σ. the collective magistracy, Arist.Pol.1298a14, Aen.Tact.4.11, Anon. Hist. (FGrH160) p.887 J., IG7.15 (Megara, ii B.C.), 42(1).79 (Arcadian, found at Epid., ii B.C.), Decr.Aetol. ap. Eust.270.40, Plb.27.2.11, etc.: so in sg., SIG426.32 (Bargylia, found at Teos, iii B.C.), al., Str.5.3.2.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, die Mitherrschaft, Mitverwaltung der Regierung od. eines obrigkeitlichen Amtes; – αἱ συναρχίαι, die sämmtlichen Magistratsmitglieder, Magistratsversammlung; Arist. polit. 4, 14; Pol. 4, 4, 2. 27, 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

συναρχία: ἡ, κοινὴ διοίκησιςκυβέρνησις, τινῶν Δίων Κ. 53. 2· πρός τινα ὁ αὐτ. 47. 7· περὶ τὰ στρατιωτικὰ Στράβ. 708. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ συναρχίαι, οἱ ἄρχοντες ὁμοῦ, συλλήβδην, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 4, Ψήφισμ. Αἰτωλ. παρ’ Εὐστ. 279. 40, Πολύβ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pouvoir commun ou partagé, notamment en parl. du triumvirat à Rome;
2 αἱ συναρχίαι magistrature collective.
Étymologie: σύναρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σύναρχος
η ταυτόχρονη συνύπαρξη περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού διοίκηση («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ συναρχίαι
όλοι οι άρχοντες μαζί, οι άρχοντες γενικά
2. φρ. «συναρχία περί τι» — εξάσκηση στην από κοινού διοίκηση (Στράβ.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ σύναρχος
η ταυτόχρονη συνύπαρξη περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού διοίκηση («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ συναρχίαι
όλοι οι άρχοντες μαζί, οι άρχοντες γενικά
2. φρ. «συναρχία περί τι» — εξάσκηση στην από κοινού διοίκηση (Στράβ.).