συνέπαινος: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui est d’accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui est d’accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[συνεπαινῶ]]<br />αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἡ βουλὴ [[συνέπαινος]] Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[συνεπαινῶ]]<br />αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἡ βουλὴ [[συνέπαινος]] Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.). | |mltxt=-ον, Α [[συνεπαινῶ]]<br />αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἡ βουλὴ [[συνέπαινος]] Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A joining in approbation of a thing, σ. εἶναι or γίνεσθαι give one's consent to a thing, τινι Hdt.3.119, 5.31: abs., ib.20, Nic.Dam.Fr.130.18 J.: c. acc. et inf., consent that . ., Hdt.7.15: c. dat. pers., D.C.57.15.
German (Pape)
[Seite 1016] lobend, billigend, beistimmend, τινί, Her. 3, 119. 5, 20. 31. 32 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
συνέπαινος: -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. εἶναι, συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est d’accord avec, qui approuve.
Étymologie: συνεπαινέω.
Greek Monolingual
-ον, Α συνεπαινῶ
αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει μαζί με κάποιον άλλο («ἡ βουλὴ συνέπαινος Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).
Greek Monolingual
-ον, Α συνεπαινῶ
αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει μαζί με κάποιον άλλο («ἡ βουλὴ συνέπαινος Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).