συγκαταστρέφω: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταστρέφομαι</i><br />[[καθυποτάσσω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως («τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελειώνω]] [[μαζί]]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταστρέφομαι</i><br />[[καθυποτάσσω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως («τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελειώνω]] [[μαζί]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκαταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] από κοινού στην [[κατάληξη]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]] μαζί με, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[κατακτώ]] από κοινού ή συγχρόνως, σε Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A bring to an end together, τῇ ἐλευθερίᾳ τὸν βίον Plu.Dem.3. II Med., help to conquer, Th.6.69, Isoc.5.126, IG22.127.44 (iv B.C.), Jul.Ep.9; σ. τὴν ἀρχήν X.Cyr.8.1.8.
German (Pape)
[Seite 966] mit oder zugleich beendigen, τὸν βίον, Plut. Dem. 3. – Med. sich zugleich unterwürfig machen, Thuc. 6, 60, Xen. Cyr. 8, 1, 8 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταστρέφω: φέρω ὁμοῦ εἰς πέρας, τελειώνω ὁμοῦ, τὸν βίον Πλουτ. Δημοσθ. 3. ΙΙ. Μέσ., καθυποτάσσω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, Θουκ. 6. 69, Ἰσοκρ. 107Ε, κτλ.· σ. τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 18.
French (Bailly abrégé)
terminer en même temps;
Moy. συγκαταστρέφομαι;
1 aider à réduire (d’autres peuples) sous le même joug que soi-même;
2 aider à renverser une domination.
Étymologie: σύν, καταστρέφω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μέσ. συγκαταστρέφομαι
καθυποτάσσω μαζί ή συγχρόνως («τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα», Ισοκρ.)
αρχ.
τελειώνω μαζί.
Greek Monolingual
ΜΑ
μέσ. συγκαταστρέφομαι
καθυποτάσσω μαζί ή συγχρόνως («τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα», Ισοκρ.)
αρχ.
τελειώνω μαζί.
Greek Monotonic
συγκαταστρέφω: μέλ. -ψω,
I. οδηγώ από κοινού στην κατάληξη, αποπερατώνω, τελειώνω μαζί με, σε Πλούτ.
II. Μέσ., κατακτώ από κοινού ή συγχρόνως, σε Θουκ. κ.λπ.